- σιταποχία
- ἡ, Ααποχή από τη σίτιση, νηστεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποχή (< ἀπέχω) κατά τα θηλ. σε -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιταποχία — σιταποχίᾱ , σιταποχία abstinence from food fem nom/voc/acc dual σιταποχίᾱ , σιταποχία abstinence from food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek